εὐαισθήτῳ

εὐαισθήτῳ
εὐαίσθητος
with quick senses
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευαισθητώ — εὐαισθητῶ, έω (Μ) [ευαίσθητος] (για ανθρώπους αλλά και για ζώα τα οποία συμπεριφέρονται όπως ο άνθρωπος) είμαι ευαίσθητος σε κάτι, αντιλαμβάνομαι γρήγορα κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”